1 λοχευω
(παῖδα HH.; перен. ἔαρ ὕμνων Anth.; λοχευθεὴς Ἀταλάντης γόνος Soph.)
(τινά Eur.)
(λοχευθείσης ἀυτοῦ τῆς μητρός Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > λοχευω